- πυρῆνος
- πυρήνstonemasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαλακοπύρηνος — μαλακοπύρηνος, ον (Α) αυτός που έχει μαλακό πυρήνα, μαλακό κουκούτσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + πυρήν, ῆνος (πρβλ. σκληρο πύρηνος)] … Dictionary of Greek
μικροπύρηνος — η, ο (Α μικροπύρηνος, ον) (για καρπούς) αυτός που έχει μικρό πυρήνα, μικρό κουκούτσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + πυρήν, ῆνος (πρβλ. μαλακο πύρηνος)] … Dictionary of Greek
πολυπύρηνος — η, ο / πολυπύρηνος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλούς πυρήνες, πολλά κουκούτσια νεοελλ. (βιολ. φυσ.) ο με πολλούς πυρήνες, αυτός που έχει περισσότερους από έναν πυρήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πυρήν, ῆνος (πρβλ. α πύρηνος)] … Dictionary of Greek